Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζαφόρος — ζαφόρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολυφόρος», γόνιμος, παραγωγικός … Dictionary of Greek
ζαφορώ — ζαφορῶ, έω (Α) [ζαφόρος] (κατά τον Ησύχ.) «πολυφορῶ», είμαι γόνιμος, είμαι παραγωγικός … Dictionary of Greek